- εκτονωτήρας
- Συσκευή που χρησιμοποιείται για τον υποβιβασμό της πίεσης ενός ρευστού σε κάποιο σημείο της διαδρομής του είτε κατά την είσοδο είτε κατά την έξοδό του από έναν κλειστό χώρο. Ο ε. έχει ως προορισμό τη διατήρηση της πίεσης σε σταθερή τιμή, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα συστήματα διανομής νερού ή στην τροφοδοσία μίας ατμομηχανής με ατμό σταθερής πίεσης, παρά τις μεταβολές πίεσης που συμβαίνουν στο ψυγείο. Ένας ε. αποτελείται βασικά από ένα όργανο –βαλβίδα ή δικλείδα– για τον στραγγαλισμό του ρευστού, το οποίο ελέγχεται από μία ισοσταθμισμένη διάταξη που τείνει να ανοίξει το όργανο έως ότου εξασφαλιστεί η επιθυμητή πίεση.
Ε. λέγεται επίσης η μηχανή ψύξης με εκτόνωση αερίου και παραγωγή εξωτερικού έργου, για κρυογονικά ψυγεία, για κλιματιστικές εγκαταστάσεις κ.ά.
* * *οο εκτονωτής.
Dictionary of Greek. 2013.